λούφα, η, ουσ. [<λουφάζω (υποχωρητ.)]. 1. η αποφυγή μιας εργασίας ή αγγαρείας: «το μυαλό του είναι συνέχεια στη λούφα». 2. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) γκαζιά χωρίς να μπει ταχύτητα: «έριξε μια λούφα και σήκωσε στο πόδι τη γειτονιά». 3. (στη γλώσσα της αργκό) ενέδρα σε εξέλιξη από αστυνομικούς για τη σύλληψη κάποιου παράνομου: «σε όλο το μήκος της εθνικής οδού υπήρχαν διάφορες λούφες για τη σύλληψη του δραπέτη»·
- κάνω λούφα ή την κάνω λούφα, (ιδίως στη γλώσσα του στρατού) αποφεύγω την εργασία, ξεκόβω από μια ομάδα εργασίας για να αποφύγω τη δουλειά, την αγγαρεία, και, γενικά, επιδιώκω να παραμείνω κάπου κρυμμένος ή απαρατήρητος για να μη μου ανατεθεί κάποια εντολή ή διαταγή, λουφάρω: «μόλις βρω την ευκαιρία, κάνω λούφα || όπως στρίβαμε πίσω απ’ τα μαγειρεία, την έκανα λούφα». Πρβλ.: Λούφα και Παραλλαγή (Κινηματογραφική ταινία του Ν. Περράκη, το 1984, που διαδραματίζεται στο στρατό το 1967, χρονιά που επιβλήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα)·
- περνώ λούφα ή την περνώ λούφα ή την περνώ στη λούφα, βλ. φρ. τη βγάζω λούφα·
- στη λούφα, στα κρυφά, λαθραία: «έφυγε στη λούφα || έφερε απ’ έξω μια τηλεόραση στη λούφα»·
- τη βγάζω λούφα ή τη βγάζω στη λούφα, αποφεύγω συστηματικά κάποια υπηρεσία, κάποια εργασία: «όσο ήμουν στο στρατό, την έβγαζα στη λούφα»·
- το ρίχνω στη λούφα, (γενικά) δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, το ’ριξε στη λούφα».